- νυχτικός
- -ή, -ό1. αυτός που χρησιμοποιείται τη νύχτα: Νυχτικός σκούφος.2. ως ουσ., νυχτικό, το και νυχτικιά, η και νυχτικά, τα ενδυμασία της νύχτας, ρούχα που φορούμε στον ύπνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.